εὐθύγραμμος — rectilinear figure masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθύγραμμος — η, ο (ΑΜ εὐθύγραμμος, ον) 1. αυτός που βρίσκεται ή κινείται σε ευθεία γραμμή («εὐθύγραμμος κίνησις» η κίνηση που γίνεται σε ευθεία γραμμή, Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το ευθύγραμμο (με ή χωρίς τη λέξη σχήμα) σχήμα που αποτελείται από ευθείες… … Dictionary of Greek
εὐθύγραμμον — εὐθύγραμμος rectilinear figure masc/fem acc sg εὐθύγραμμος rectilinear figure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκός — Ευθύγραμμος, οριζόντιος φορέας από ξύλο, πέτρα, οπλισμένο σκυρόδεμα ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη γεφύρωση ανοιγμάτων και την παραλαβή φορτίων. Η δ. είναι μία από τις παλαιότερες τεχνικές επινοήσεις του ανθρώπου –προϊστορικά Κρομλέχ– και… … Dictionary of Greek
δόκος — Ευθύγραμμος, οριζόντιος φορέας από ξύλο, πέτρα, οπλισμένο σκυρόδεμα ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη γεφύρωση ανοιγμάτων και την παραλαβή φορτίων. Η δ. είναι μία από τις παλαιότερες τεχνικές επινοήσεις του ανθρώπου –προϊστορικά Κρομλέχ– και… … Dictionary of Greek
ευθυγραμμίζω — [ευθύγραμμος] φέρω ή τοποθετώ πρόσωπα ή πράγματα σε ευθεία γραμμή («ευθυγραμμίζω τον δρόμο») … Dictionary of Greek
ευθυγραμμώ — [ευθύγραμμος] ευθυγραμμίζω … Dictionary of Greek
εὐθυγράμμοις — εὐθύγραμμος rectilinear figure masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυγράμμου — εὐθύγραμμος rectilinear figure masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυγράμμους — εὐθύγραμμος rectilinear figure masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)